-
1 κοινότητα
[-ης (-ητος)] η1) общность (идей, интересов и т. п.); 2) община; общество, сообщество, содружество;η σοσιαλιστική κοινότητα — социалистическое содружество;
3) (сельская) община (административная единица в Греции);§ Βουλή των Κοινοτήτων палата общин (в Англии) -
2 κοινότητα
κοινότηςsharing in common: fem acc sg -
3 κοινότητα
[кинотита] ουσ. Θ. общностьΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κοινότητα
-
4 κοινότητα
[кинотита] ουσ θ общность. -
5 κοινότητα
заедницаГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > κοινότητα
-
6 κοινότητα
municipalité -
7 κοινότητα
gmina (f) rzecz. -
8 κοινότητα
obec -
9 κοινότητα
communityΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > κοινότητα
-
10 Ιερά Κοινότητα
Ιερά Κοινότητα ηСвященная Община – высший административный орган Святой Горы, «афонское правительство». Состоит из представителей двадцати афонских монастырей. Обладает законодательной, исполнительной и судебной властью. Заседает дважды в неделю. Решения принимаются большинством голосовΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > Ιερά Κοινότητα
-
11 θρησκευτική κοινότητα
верcка заедницаГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > θρησκευτική κοινότητα
-
12 cemaat
κοινότητα, παροικια, συνάθροιση, συνοδος -
13 toplum
κοινότητα, κοινωνία -
14 community
κοινότητα -
15 общность
общность ж η κοινότητα, το κοινό* \общность интересов η κοινότητα συμφερόντων* * *жη κοινότητα, το κοινόо́бщность интере́сов — η κοινότητα συμφερόντων
-
16 община
-ы θ.1. κοινότητα•семеиная община οικογενειακή κοινότητα•
территориальная община τοπική κοινότητα•
крестьянская община αγροτική κοινότητα.
2. παλ. κοινωνία. -
17 общиость
общи́остьж ἡ κοινότητα [-ης]:\общиость интересов τά κοινά συμφέροντα, ἡ κοινότητα τῶν συμφερόντων· \общиость языка ἡ κοινότητα γλώσσας, ἡ κοινή γλώσσα -
18 community
[kə'mju:nəti]plural - communities; noun1) (a group of people especially having the same religion or nationality and living in the same general area: the West Indian community in London.) κοινότητα, παροικία2) (the public in general: He did it for the good of the community; ( also adjective) a community worker, a community centre.) κοινότητα -
19 общность
-и θ.κοινότητα, το κοινόν μεταξύ πολλών•общность интересов κοινότητα συμφερόντων (κοινά συμφέροντα)•
общность цели κοινός σκοπός.
-
20 καινοτομεω
1) прорубать новую шахту, открывать новый ход ( в рудниках) Xen.2) придумывать, изобретать(τελετέν καινήν Arph.; τέν περὴ τὰ τέκνα κοινότητα Arst.)
3) сочинять, выдумывать(τι νέον Plat.; περὴ τὰ θεῖα и περὴ τῶν θείων Plat.)
4) вводить политические перемены, совершать государственный переворотκ. ζητεῖν Arst. — стремиться к политическому перевороту;
τὰ περί τι καινοτομούμενα Plut. — переворот в чем-л.
См. также в других словарях:
κοινότητα — Όρος που χρησιμοποιείται με πολλές έννοιες, συνηθέστερα ως συνώνυμος της κοινωνίας, της κοινωνικής οργάνωσης και του κοινωνικού συστήματος ή της συλλογικής δραστηριότητας. Ιστορικά καθιερώθηκε και ταυτίστηκε με την έννοια μιας ειδικής εδαφικής… … Dictionary of Greek
κοινότητα — η 1. ένωση ομοεθνών ή των κατοίκων μιας πόλης ή χωριού: Υπάρχουν πολλές ελληνικές κοινότητες στην Αμερική. 2. η κατώτερη βαθμίδα τοπικής αυτοδιοίκησης: Κατάγομαι από την κοινότητα Αροανίας Καλαβρύτων. 3. φρ., «Βουλή των Κοινοτήτων» δηλώνει το ένα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αμπελακίων, κοινότητα — Κοινότητα (511 κάτ.) του νομού Λαρίσης, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από την ομώνυμη πρώην κοινότητα, καθώς και την πρώην κοινότητα Τεμπών, η οποία καταργήθηκε. Έδρα της κοινότητας ορίστηκε ο οικισμός Αμπελάκια … Dictionary of Greek
Καλαριτών, κοινότητα — Κοινότητα (223 κάτ.) του νομού Ιωαννίνων, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από την πρώην ομώνυμη κοινότητα. Έδρα της κοινότητας ορίστηκε ο οικισμός Καλαρίτες … Dictionary of Greek
Καλεντζίου, κοινότητα — Κοινότητα (657 κάτ.) του νομού Αχαΐας, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από την πρώην ομώνυμη κοινότητα. Έδρα της κοινότητας ορίστηκε ο οικισμός Καλέντζι … Dictionary of Greek
Καπανδριτίου, κοινότητα — Κοινότητα (2.937 κάτ.) της νομαρχίας Ανατολικής Αττικής που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας καιαποτελείται από την πρώην ομώνυμη κοινότητα. Έδρα της κοινότητας ορίστηκε η κωμόπολη Καπανδρίτι … Dictionary of Greek
Καρυάς, κοινότητα — Κοινότητα (1.086 κάτ.) του νομού Λαρίσης που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από την πρώην ομώνυμη κοινότητα καθώς και από τις πρώην κοινότητες Κρυόβρυσης και Συκαμινέας, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα της κοινότητας ορίστηκε … Dictionary of Greek
Καρυών, κοινότητα — Κοινότητα (926 κάτ.) του νομού Λακωνίας που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και περιλαμβάνει την πρώην ομώνυμη κοινότητα. Έδρα της κοινότητας ορίστηκε ο οικισμός Καρυές … Dictionary of Greek
Κέχρου, κοινότητα — Κοινότητα (1.558 κάτ.) του νομού Ροδόπης, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και περιλαμβάνει την πρώην ομώνυμη κοινότητα. Έδρα της κοινότητας ορίστηκε ο οικισμός Κέχρος … Dictionary of Greek
Κιμώλου, κοινότητα — Κοινότητα (769 κάτ.) του νομού Κυκλάδων στο νησί Κίμωλος, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και περιλαμβάνει ομώνυμο οικισμό. Στην κοινότητα υπάγονται διοικητικά και τα ακατοίκητα νησιά Άγιος Γεώργιος, Άγιος Ευστάθιος και Πολύαιγος … Dictionary of Greek
Κουφονησίων, κοινότητα — Κοινότητα (366 κάτ.) του νομού Κυκλάδων, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τους οικισμούς Κουφονήσι και Φοίνικας. Έδρα της κοινότητας ορίστηκε ο οικισμός Κουφονήσι. Στην κοινότητα υπάγονται διοικητικά και τα… … Dictionary of Greek